- σμυρνόμελαν
- σμυρνό-μελαν, ανος, τό, a mixture ofA ink and myrrh used in magic, only in form [pref] ζμυρνό-, PMag.Par.1.815, al., PMag.Osl.1.103: [var] Dim.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμυρνόμελαν — και ζμυρνόμελαν, έλανος, και σμυρνομελάνιον και σμυρνομέλανον, τὸ, Α παρασκεύασμα από μίγμα μελανιού και σμύρνας το οποίο χρησιμοποιούσαν στη μαγική. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρνα / ζμύρνα + μέλαν (τὸ) «γραφική μελάνη»] … Dictionary of Greek
σμυρνομελάνιον — και σμυρνομέλανον, τὸ, Α βλ. σμυρνομέλαν … Dictionary of Greek